- λήσταρχος
- οθηλ. -ίνα αρχηγός συμμορίας ληστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λῄσταρχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήσταρχος — ο, θηλ. λησταρχίνα (AM λήσταρχος, Μ θηλ. λησταρχίνα) αρχηγός συμμορίας ληστών, αρχιληστής (α. «Εκεί δρούσε ο διαβόητος λήσταρχος Γιαγκούλας» β. «ὁ λῄσταρχος ὁ Λυσιτανός δίκαιος ἦν ἐν ταῑς διανομαῑς τῶν λαφύρων», Διόδ.) νεοελλ. μτφ. αισχροκερδής.… … Dictionary of Greek
λῃστάρχου — λῄσταρχος masc gen sg λῃστάρχης chief of robbers masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστάρχων — λῄσταρχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστάρχῳ — λῄσταρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῄσταρχοι — λῄσταρχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῄσταρχον — λῄσταρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχιληστής — ο (Α ἀρχιληστής) ο αρχηγός ληστρικής συμμορίας, ο λήσταρχος … Dictionary of Greek
ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] … Dictionary of Greek